πικ-νικ

πικ-νικ
το, Ν
άκλ. γεύμα στην εξοχή με φαγητά που έχουν φέρει οι εκδρομείς έτοιμα από το σπίτι τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pique-nique (< piquer «κεντώ» + nique «άχρηστο πράγμα»). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 σε κωμειδύλλιο τών Ν. Λάσκαρη και Γ. Πωπ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οπερέτα — θεατρικό είδος που αποτελείται από μουσικά μέρη (άριες, κοντσερτάτα, ενόργανη μουσική κλπ.) και από διάλογους σε πεζό, το οποίο δεν εμβαθύνει στα δραματικά στοιχεία, αλλά στηρίζεται στις αρετές, στην πολυτέλεια και στη γοητεία του ίδιου του… …   Dictionary of Greek

  • Ινγκ, Γουίλιαμ — (William Inge, Ιντιπέντενς, Κάνσας 1913 – Χόλιγουντ 1973). Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας. Πρωτοεμφανίστηκε το 1947 με το έργο Πιο μακριά από τον ουρανό, κωμωδία γραμμένη με εκφραστική ελευθερία, την οποία ακολούθησε το Έλα πίσω, μικρή Σέμπα… …   Dictionary of Greek

  • Λαουτάρη, Αφροδίτη — (1897 – 1975). Ηθοποιός του ελαφρού μουσικού θεάτρου. Ξεκίνησε την καλλιτεχνική της σταδιοδρομία στη χορωδία οπερέτας του θεάτρου Παπαϊωάννου. Η πλούσια φωνή της και οι σκηνικές της επιτυχίες την ανέδειξαν πρωταγωνίστρια στο έργο Πικ Νικ των… …   Dictionary of Greek

  • Σακελλαρίδης, Θεόφραστος — Έλληνας μουσουργός (Αθήνα 1882 1950). Σπούδασε στην Αθήνα και ύστερα στη Γερμανία και στην Ιταλία και υπήρξε από τους παραγωγικότερους Έλληνες συνθέτες οπερέτας, πολλές από τις οποίες εξακολουθούν να συγκινούν μεγάλο μέρος του κοινού. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”